- ντελής
- ο , ντελήτσα η1) сумасшедш|ий, -ая, безумн|ый, -ая; 2) сильный ветер
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ντελής — ο (Μ ντελής) βλ. δελής μσν. ως επίθ. γενναίος, ηρωικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. δελής] … Dictionary of Greek
ντελής — ο (λ. τουρκ.) 1. τρελός, παράφρονας. 2. στους Τούρκους, ιππέας στρατιώτης της προφυλακής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ντελής, Γεώργιος — (16oς αι.). Πρόκριτος της Παραμυθιάς. Μερικοί ιστορικοί τον ονομάζουν Ιωάννη. Ο Ν., μαζί με τον Ζώτο Τσιρίπο και περίπου 800 άντρες, εισέβαλαν στα Γιάννενα, στα χρόνια του Διονύσιου του Σκυλόσοφου και έσφαξαν πολλούς Τούρκους. Οι Τούρκοι… … Dictionary of Greek
δελής — και ντελής, ο 1. παράτολμος μέχρι τρέλας 2. στον πληθ. δελήδες ριψοκίνδυνοι ιππείς τού τουρκικού στρατού. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. deli «τρελός». Η απόδοση με δ στο δελής οφείλεται σε υπερδιόρθωση (ή «υπεραστισμό») πρβλ. βόμβα κ.ά.] … Dictionary of Greek
Αθανάσης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Ντελής. Οπλαρχηγός από την Τρίπολη, πασίγνωστος για την ανδρεία του. Η ικανότητά του να διαφεύγει αλώβητος από συγκρούσεις με πολυάριθμους εχθρούς, έμεινε, ανάμεσα στους αγωνιστές, παροιμιώδης: «Και να γλιτώσεις σαν … Dictionary of Greek
Αλή Τσεκούρας — (; – 1821).Τούρκος φοροεισπράκτορας (σπαής) από την Τρίπολη, ονομαστός για τη θηριωδία του. Το πραγματικό του όνομα ήταν Αλή Τεσούκης ή Ντελής και έδρασε στην Πελοπόννησο στα τελευταία χρόνια της τουρκοκρατίας. Το παρωνύμιό του το οφείλει στο… … Dictionary of Greek
Αμπλιανίτης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αθανάσιος ή Ντελής. Καταγόταν από την Άμπλιανη. Πολέμησε με τον Δ. Μακρή και πληγώθηκε τρεις φορές. 2. Γεώργιος. Γεννήθηκε στην Καστανιά της Υπάτης. Στη διάρκεια του Αγώνα ήταν οπλαρχηγός της περιοχής του και πήρε… … Dictionary of Greek
deliu — DELÍU, ÍE, delii, s.m., adj. (înv.) 1. s.m. Soldat din călărimea uşoară turcă. ♦ (În Ţara Românească şi în Moldova) Soldat din corpul de călăreţi înfiinţat de Minai Viteazul o dată cu corpul beşliilor; (în perioada fanariotă) soldat din garda… … Dicționar Român